οπλοφορία

οπλοφορία
η ношение оружия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οπλοφορία" в других словарях:

  • οπλοφορία — η (Μ ὁπλοφορία) [οπλοφόρος] το να φέρει κανείς όπλο («άδεια οπλοφορίας») …   Dictionary of Greek

  • οπλοφορία — η το να έχει κανείς επάνω του όπλο: Άδεια οπλοφορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιδηροφορία — η, ΝΜ [σιδηροφόρος] (για πολεμιστή) 1. το να φέρει κανείς σιδερένια όπλα 2. συνεκδ. η οπλοφορία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»